πρόκριση

πρόκριση
η / πρόκρισις, -ίσεως, ΝΑ [προκρίνω]
νεοελλ.
1. η προκαταρκτική κρίση
2. (αθλ.) η επιτυχής δοκιμασία σε προκριματικούς αγώνες
3. φρ. «πρόκριση συναλλαγής»
(οικον.) η απόκτηση ενός προϊόντος σε μια αγορά και η σχεδόν ταυτόχρονη μεταπώλησή του σε μια άλλη, με στόχο την αποκομιδή κέρδους από τη διαφοροποίηση τών τιμών μεταξύ τών δύο αγορών
αρχ.
1. προτίμηση, εκλογή
2. η εκ τών προτέρων κρίση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • πρόκριση — η κρίση από πριν, προκαταρκτική κρίση: Η πρόκριση των υποψηφίων αρχίζει σε λίγες μέρες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εκλογή — Τίτλος μηνιαίας έκδοσης μικρού σχήματος, με ποικίλη ύλη. Ιδρύθηκε το 1945 από τη Βρετανική Υπηρεσία Πληροφοριών με έδρα την Αθήνα. Το 1950 ανέλαβε τη συνέχιση της έκδοσης η ημερήσια εφημερίδα Καθημερινή. Το 1960 η Ε. έγινε δεκαπενθήμερη, αλλά… …   Dictionary of Greek

  • προκριτικός — ή, όν, Α [προκρίνω] 1. αυτός που αναφέρεται ή ανήκει σε πρόκριση 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ προκριτικόν α) λόγος, αιτία προτίμησης β) εσφ. ανάγν. στον Πλούτ. αντί τού Κρητικός 3. φρ. «προκριτικὸς παροξυσμός» (για ασθένεια) παροξυσμός που προδηλώνει,… …   Dictionary of Greek

  • προτιμητικός — ή, όν, Α [προτιμῶ] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην προτίμηση, στην πρόκριση ή σε ανώτερο βαθμό …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Θρησκεία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΘΡΗΣΚΕΙΑ Το περιεχόμενο της θρησκείας που επικράτησε στον ελλαδικό χώρο κατά την Παλαιολιθική εποχή δεν είναι δυνατόν να προσδιοριστεί επακριβώς. Τα λιγοστά και δυσεξιχνίαστης σημασίας ευρήματα δεν βοηθούν προς την κατεύθυνση αυτή …   Dictionary of Greek

  • προτίμηση — η η πράξη και το αποτέλεσμα του προτιμώ, η πρόκριση: Δεν έχω καμιά προτίμηση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”