- πρόκριση
- η / πρόκρισις, -ίσεως, ΝΑ [προκρίνω]νεοελλ.1. η προκαταρκτική κρίση2. (αθλ.) η επιτυχής δοκιμασία σε προκριματικούς αγώνες3. φρ. «πρόκριση συναλλαγής»(οικον.) η απόκτηση ενός προϊόντος σε μια αγορά και η σχεδόν ταυτόχρονη μεταπώλησή του σε μια άλλη, με στόχο την αποκομιδή κέρδους από τη διαφοροποίηση τών τιμών μεταξύ τών δύο αγορώναρχ.1. προτίμηση, εκλογή2. η εκ τών προτέρων κρίση.
Dictionary of Greek. 2013.